- μπαγδατί
- το-ιού (λ. τουρκ.), μεσότοιχος κατασκευασμένος από ξύλινα λεπτά δοκάρια: Τα δωμάτια του αγροτόσπιτου χωρίζονταν με μπαγδατί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπαγδατί — και μπαγδαντί, το μεσότοιχος ή οροφή από λεπτές ξύλινες πήχες επιχρισμένες με ασβεστοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bagdadi < Bagdad «Βαγδάτη»] … Dictionary of Greek
μπαγδατίζω — [μπαγδατί] κατασκευάζω μπαγδατί … Dictionary of Greek
μπαγδατόπηχες — οι ξύλινες πήχες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή μπαγδατί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαγδατί + πήχη «δοκός»] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek